- ὁπλίζει
- ὁπλίζωmakepres ind mp 2nd sgὁπλίζωmakepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόματο — το αυτόματο όπλο που βάλλει και οπλίζει αυτόματα, δηλ. μετά τη βολή του πρώτου βλήματος συνεχίζει να βάλλει τα υπόλοιπα βλήματα, όσο ο μηχανισμός πυροδότησης του όπλου παραμένει στην κατάλληλη θέση … Dictionary of Greek
οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
οπλιστής — ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) [οπλίζω] 1. πολεμιστής 2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει β) αυτός που αποτελείται από όπλα 3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» η σκευή οπλίτη, η πανοπλία … Dictionary of Greek
οπλοδότης — ὁπλοδότης, ὁ (Α) αυτός που δίνει όπλα, που οπλίζει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] … Dictionary of Greek
οπλίζω — όπλισα, οπλίστηκα, οπλισμένος 1. εφοδιάζω κάποιον με όπλο. 2. μτφ., ενισχύω κάποιον: Η τόλμη οπλίζει τον άνθρωπο στη ζωή. 3. βάζω σφαίρα στη θαλάμη του όπλου και το έχω έτοιμο: Όπλισαν τα όπλα τους και περίμεναν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)